- ὀρνιθοκομεῖον
- ὀρνῑθο-κομεῖον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀρνιθοκομεῖον — place where birds are kept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοκομείο — το (ΑΜ ὀρνιθοκομεῑον) [ορνιθοκόμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνεται, συστηματική εκτροφή πουλερικών, πτηνοτροφείο μσν. αρχ. τόπος όπου εκτρέφονται και διατηρούνται πτηνά … Dictionary of Greek